ἀγελαῖαι

ἀγελαῖαι
ἀγελαῖος
belonging to a herd
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγελαίος — (I) αία, αίο (Α ἀγελαῑος, αία, αῑον, Μ ἀγέλαιος, αία, αιον) 1. αυτός που ανήκει σε αγέλη 2. αυτός που ζει ομαδικά, κοπαδιαστά 3. κοινός, συνηθισμένος νεοελλ. χυδαίος, «τού σωρού» αρχ. 1. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἀγελαῑοι τα μέλη τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”